περίφημος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περίφημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίφημος. Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + φήμ(η) + -ος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.fi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐φη‐μος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
περίφημος
- φημισμένος, θαυμάσιος, εξαιρετικός
- ήταν μια περίφημη παράσταση με εξαιρετικούς ηθοποιούς
- αυτό το πανεπιστήμιο είναι περίφημο για την έδρα της βιολογίας
Επεξεργασία
- περίφημα (επίρρημα)