Δείτε επίσης: εὔφημος, Εύφημος, Εὔφημος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύφημος η εύφημη
& εύφημος
το εύφημο
      γενική του εύφημου
& ευφήμου
της εύφημης
& ευφήμου
του εύφημου
& ευφήμου
    αιτιατική τον εύφημο την εύφημη
& εύφημο
το εύφημο
     κλητική εύφημε εύφημη
& εύφημε
εύφημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύφημοι οι εύφημες
& εύφημοι
τα εύφημα
      γενική των εύφημων
& ευφήμων
των εύφημων
& ευφήμων
των εύφημων
& ευφήμων
    αιτιατική τους εύφημους
& ευφήμους
τις εύφημες
& ευφήμους
τα εύφημα
     κλητική εύφημοι εύφημες
& εύφημοι
εύφημα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. εύφημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευφημόστομος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)