ανευφημώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευφημώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ανευφημώ
- (λόγιο) επιδοκιμάζω κάποιον δημόσια, συχνά με έντονο τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευφημώ
|
Δείτε επίσης : ἀνευφημῶ |
ανευφημώ
|