επευφημώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπευφημώ (παθητική φωνή: επευφημούμαι)
- φωνάζω ή κραυγάζω μ’ ενθουσιασμό, προκειμένου να επιδοκιμάσω κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επευφημώ | επευφημούσα | θα επευφημώ | να επευφημώ | επευφημώντας | |
β' ενικ. | επευφημείς | επευφημούσες | θα επευφημείς | να επευφημείς | (επευφήμει) | |
γ' ενικ. | επευφημεί | επευφημούσε | θα επευφημεί | να επευφημεί | ||
α' πληθ. | επευφημούμε | επευφημούσαμε | θα επευφημούμε | να επευφημούμε | ||
β' πληθ. | επευφημείτε | επευφημούσατε | θα επευφημείτε | να επευφημείτε | επευφημείτε | |
γ' πληθ. | επευφημούν(ε) | επευφημούσαν(ε) | θα επευφημούν(ε) | να επευφημούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επευφήμησα | θα επευφημήσω | να επευφημήσω | επευφημήσει | ||
β' ενικ. | επευφήμησες | θα επευφημήσεις | να επευφημήσεις | επευφήμησε | ||
γ' ενικ. | επευφήμησε | θα επευφημήσει | να επευφημήσει | |||
α' πληθ. | επευφημήσαμε | θα επευφημήσουμε | να επευφημήσουμε | |||
β' πληθ. | επευφημήσατε | θα επευφημήσετε | να επευφημήσετε | επευφημήστε | ||
γ' πληθ. | επευφήμησαν επευφημήσαν(ε) |
θα επευφημήσουν(ε) | να επευφημήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επευφημήσει | είχα επευφημήσει | θα έχω επευφημήσει | να έχω επευφημήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επευφημήσει | είχες επευφημήσει | θα έχεις επευφημήσει | να έχεις επευφημήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επευφημήσει | είχε επευφημήσει | θα έχει επευφημήσει | να έχει επευφημήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επευφημήσει | είχαμε επευφημήσει | θα έχουμε επευφημήσει | να έχουμε επευφημήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επευφημήσει | είχατε επευφημήσει | θα έχετε επευφημήσει | να έχετε επευφημήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επευφημήσει | είχαν επευφημήσει | θα έχουν επευφημήσει | να έχουν επευφημήσει |
|