Δείτε επίσης: ἐπευφημῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επευφημώ < αρχαία ελληνική ἐπευφημέω / ἐπευφημῶ < εὐφημέω < εὔφημος < εὖ + φήμη

  Ρήμα επεξεργασία

επευφημώ (παθητική φωνή: επευφημούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία