κραυγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κραυγάζω < αρχαία ελληνική κραυγάζω
Ρήμα
επεξεργασίακραυγάζω
- φωνάζω δυνατά, με ένταση, βγάζω κραυγή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κραυγάζω | κραύγαζα | θα κραυγάζω | να κραυγάζω | κραυγάζοντας | |
β' ενικ. | κραυγάζεις | κραύγαζες | θα κραυγάζεις | να κραυγάζεις | κραύγαζε | |
γ' ενικ. | κραυγάζει | κραύγαζε | θα κραυγάζει | να κραυγάζει | ||
α' πληθ. | κραυγάζουμε | κραυγάζαμε | θα κραυγάζουμε | να κραυγάζουμε | ||
β' πληθ. | κραυγάζετε | κραυγάζατε | θα κραυγάζετε | να κραυγάζετε | κραυγάζετε | |
γ' πληθ. | κραυγάζουν(ε) | κραύγαζαν κραυγάζαν(ε) |
θα κραυγάζουν(ε) | να κραυγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κραύγασα | θα κραυγάσω | να κραυγάσω | κραυγάσει | ||
β' ενικ. | κραύγασες | θα κραυγάσεις | να κραυγάσεις | κραύγασε | ||
γ' ενικ. | κραύγασε | θα κραυγάσει | να κραυγάσει | |||
α' πληθ. | κραυγάσαμε | θα κραυγάσουμε | να κραυγάσουμε | |||
β' πληθ. | κραυγάσατε | θα κραυγάσετε | να κραυγάσετε | κραυγάστε | ||
γ' πληθ. | κραύγασαν κραυγάσαν(ε) |
θα κραυγάσουν(ε) | να κραυγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κραυγάσει | είχα κραυγάσει | θα έχω κραυγάσει | να έχω κραυγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κραυγάσει | είχες κραυγάσει | θα έχεις κραυγάσει | να έχεις κραυγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κραυγάσει | είχε κραυγάσει | θα έχει κραυγάσει | να έχει κραυγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κραυγάσει | είχαμε κραυγάσει | θα έχουμε κραυγάσει | να έχουμε κραυγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κραυγάσει | είχατε κραυγάσει | θα έχετε κραυγάσει | να έχετε κραυγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κραυγάσει | είχαν κραυγάσει | θα έχουν κραυγάσει | να έχουν κραυγάσει |
|