ευφημιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευφημιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ευφημιστικός
- ο λεγόμενος κατ' ευφημισμόν, δηλαδή εγκωμιαστικά ή επαινετικά (ακόμη και αν αποσιωπάται κάτι κακό ή δυσάρεστο)
- αν και ο δεύτερος πυλώνας της ΕΕ ήταν ευφημιστικός, αποκαλούμενος ως κοινή εξωτερική πολιτική, επί της ουσίας έφερε διακυβερνητικά χαρακτηριστικά (ομοφωνία και βέτο) με αποτέλεσμα οι πολίτες να ακούν για κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή εξωτερική πολιτική να μη βλέπουν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευφημιστικός
|