επαινετικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαινετικά < επαινετικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεπαινετικά
- με επαινετικό τρόπο, εκφράζοντας καλά λόγια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαινετικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεπαινετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαινετικός