επαινετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαινετικός < αρχαία ελληνική ἐπαινετικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pe.ne.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεπαινετικός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαινετικός