↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκωμιαστικός η εγκωμιαστική το εγκωμιαστικό
      γενική του εγκωμιαστικού της εγκωμιαστικής του εγκωμιαστικού
    αιτιατική τον εγκωμιαστικό την εγκωμιαστική το εγκωμιαστικό
     κλητική εγκωμιαστικέ εγκωμιαστική εγκωμιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκωμιαστικοί οι εγκωμιαστικές τα εγκωμιαστικά
      γενική των εγκωμιαστικών των εγκωμιαστικών των εγκωμιαστικών
    αιτιατική τους εγκωμιαστικούς τις εγκωμιαστικές τα εγκωμιαστικά
     κλητική εγκωμιαστικοί εγκωμιαστικές εγκωμιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκωμιαστικός < αρχαία ελληνική ἐγκωμιαστικός < ἐγκωμιάζω < ἐγκώμιος < ἐν + κῶμος

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκωμιαστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία