Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκωμιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκωμιαστικ
ός
η
εγκωμιαστικ
ή
το
εγκωμιαστικ
ό
γενική
του
εγκωμιαστικ
ού
της
εγκωμιαστικ
ής
του
εγκωμιαστικ
ού
αιτιατική
τον
εγκωμιαστικ
ό
την
εγκωμιαστικ
ή
το
εγκωμιαστικ
ό
κλητική
εγκωμιαστικ
έ
εγκωμιαστικ
ή
εγκωμιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκωμιαστικ
οί
οι
εγκωμιαστικ
ές
τα
εγκωμιαστικ
ά
γενική
των
εγκωμιαστικ
ών
των
εγκωμιαστικ
ών
των
εγκωμιαστικ
ών
αιτιατική
τους
εγκωμιαστικ
ούς
τις
εγκωμιαστικ
ές
τα
εγκωμιαστικ
ά
κλητική
εγκωμιαστικ
οί
εγκωμιαστικ
ές
εγκωμιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκωμιαστικός
<
αρχαία ελληνική
ἐγκωμιαστικός
<
ἐγκωμιάζω
<
ἐγκώμιος
<
ἐν
+
κῶμος
Επίθετο
επεξεργασία
εγκωμιαστικός, -ή, -ό
που
εγκωμιάζει
, που
επαινεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκωμιαστικός
γαλλικά
:
élogieux
(fr)
,
laudatif
(fr)