Δείτε επίσης: ἐγκωμιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκωμιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκωμιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋ.ɡo.miˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκω‐μι‐ά‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κω‐μι‐ά‐ζω

εγκωμιάζω, αόρ.: εγκωμίασα, παθ.φωνή: εγκωμιάζομαι, π.αόρ.: εγκωμιάστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: εγκωμιασμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία