Δείτε επίσης: ἐκθειάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκθειάζω < (ελληνιστική κοινήἐκθειάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική θειάζω < θεῖος < θεός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.θiˈa.zo/

εκθειάζω (παθητική φωνή: εκθειάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία