εκθειάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθειάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθειάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική θειάζω < θεῖος < θεός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.θiˈa.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκθειάζω (παθητική φωνή: εκθειάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκθείαση
- εκθειασμός
- εκθειαστής
- εκθειαστικά
- εκθειαστικός
- εκθειάστρια
- → δείτε τις λέξεις εκ, θείος και θεός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθειάζω | εκθείαζα | θα εκθειάζω | να εκθειάζω | εκθειάζοντας | |
β' ενικ. | εκθειάζεις | εκθείαζες | θα εκθειάζεις | να εκθειάζεις | εκθείαζε | |
γ' ενικ. | εκθειάζει | εκθείαζε | θα εκθειάζει | να εκθειάζει | ||
α' πληθ. | εκθειάζουμε | εκθειάζαμε | θα εκθειάζουμε | να εκθειάζουμε | ||
β' πληθ. | εκθειάζετε | εκθειάζατε | θα εκθειάζετε | να εκθειάζετε | εκθειάζετε | |
γ' πληθ. | εκθειάζουν(ε) | εκθείαζαν εκθειάζαν(ε) |
θα εκθειάζουν(ε) | να εκθειάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθείασα | θα εκθειάσω | να εκθειάσω | εκθειάσει | ||
β' ενικ. | εκθείασες | θα εκθειάσεις | να εκθειάσεις | εκθείασε | ||
γ' ενικ. | εκθείασε | θα εκθειάσει | να εκθειάσει | |||
α' πληθ. | εκθειάσαμε | θα εκθειάσουμε | να εκθειάσουμε | |||
β' πληθ. | εκθειάσατε | θα εκθειάσετε | να εκθειάσετε | εκθειάστε | ||
γ' πληθ. | εκθείασαν εκθειάσαν(ε) |
θα εκθειάσουν(ε) | να εκθειάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθειάσει | είχα εκθειάσει | θα έχω εκθειάσει | να έχω εκθειάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθειάσει | είχες εκθειάσει | θα έχεις εκθειάσει | να έχεις εκθειάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκθειάσει | είχε εκθειάσει | θα έχει εκθειάσει | να έχει εκθειάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθειάσει | είχαμε εκθειάσει | θα έχουμε εκθειάσει | να έχουμε εκθειάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθειάσει | είχατε εκθειάσει | θα έχετε εκθειάσει | να έχετε εκθειάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθειάσει | είχαν εκθειάσει | θα έχουν εκθειάσει | να έχουν εκθειάσει |
|