Δείτε επίσης: εξαιρώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαίρω < αρχαία ελληνική ἐξαίρω < ἐξ + αἴρω

  Ρήμα επεξεργασία

εξαίρω

ο ρήτορας στην ομιλία του εξήρε την προσφορά του εκλιπόντος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία