θείος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεῖος[1] < θεός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θεί‐ος
- παρώνυμο: θειος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θείος | οι | θείοι |
γενική | του | θείου | των | θείων |
αιτιατική | τον | θείο | τους | θείους |
κλητική | θείε | θείοι | ||
Δείτε και το μονοσύλλαβο θειος. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θείος αρσενικό (θηλυκό θεία)
- (οικογένεια) ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας
- (οικογένεια) ο εξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας
- (οικογένεια) ο αδελφός του παππού ή της γιαγιάς
- (γενικότερα) κάθε ανιών συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, εκτός από τους γονείς και τους παππούδες
- στενός οικογενειακός φίλος των γονιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο θείος (οικογένεια)
|
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θείος | η | θεία | το | θείο |
γενική | του | θείου | της | θείας | του | θείου |
αιτιατική | τον | θείο | τη | θεία | το | θείο |
κλητική | θείε | θεία | θείο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θείοι | οι | θείες | τα | θεία |
γενική | των | θείων | των | θείων | των | θείων |
αιτιατική | τους | θείους | τις | θείες | τα | θεία |
κλητική | θείοι | θείες | θεία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
θείος, -α, -ο (χωρίς παραθετικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θείος (θεϊκός)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θείος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας