Ετυμολογία

επεξεργασία
dayı < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική دایی (dayı) < πρωτοτουρκική *tāy και *dāj-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɑˈjɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: da‐yı

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dayı (tr)

  1. (οικογένεια) θείος από την πλευρά της μητέρας
    → δείτε και τις λέξεις amca, hala και teyze
  2. (αργκό) πρόσωπο που ευνοεί, προστατεύει ή μεταχειρίζεται άδικα άλλο πρόσωπο σε επαγγελματικούς τομείς και ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα
     συνώνυμα: kayırıcı, iltimasçı, piston, torpil
  3. (αργκό) παλικαράς, νταής
     συνώνυμα: kabadayı
  4. (ιστορία) ηγεμόνας ή αξιωματούχος στην Τύνιδα, το Αλγέρι ή την Τρίπολη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Παράγωγα

επεξεργασία