• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλικαράς

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες γραφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλικαράς οι παλικαράδες
      γενική του παλικαρά των παλικαράδων
    αιτιατική τον παλικαρά τους παλικαράδες
     κλητική παλικαρά παλικαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παλικαράς < παλικάρι + -άς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλικαράς αρσενικό

  1. ο άνδρας που έχει τόλμη και δύναμη, το παλικάρι
  2. (αρνητικά) ο νταής

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • παλληκαράς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παλικαράς
  • τουρκικά : [1] delikanlı (tr), yiğit (tr), [2] dayı (tr), kabadayı (tr), palikarya (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλικαράς&oldid=6242584"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Σεπτεμβρίου 2023, στις 06:39

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Σεπτεμβρίου 2023, στις 06:39.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας