νταής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νταής | οι | νταήδες |
γενική | του | νταή | των | νταήδων |
αιτιατική | τον | νταή | τους | νταήδες |
κλητική | νταή | νταήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νταής < (άμεσο δάνειο) τουρκική dayı (θείος, προστάτης) + -ς[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταής αρσενικό
- (λαϊκότροπο) παλικαράς, καβγατζής
- (ιστορία) τίτλος του κυβερνήτη του Εγιαλετίου του Αλγερίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αλλά και της Τύνιδας και της Τριπολίτιδας)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νταής (τίτλος)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νταής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιωάννης Λαζαρόπουλος, Το πολεμικόν ναυτικόν της Ελλάδος από ανεξαρτησίας μέχρι βασιλείας Όθωνος (Αθήνα: έκδ. “Ναυτικής Επιθεωρήσεως”, 1936), σ. 440. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-04-08.