↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταηλίκι τα νταηλίκια
      γενική του νταηλικιού των νταηλικιών
    αιτιατική το νταηλίκι τα νταηλίκια
     κλητική νταηλίκι νταηλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νταηλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dayılık +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /da.iˈli.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντα‐η‐λί‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νταηλίκι ουδέτερο

  • η συμπεριφορά του νταή
    ※  Οι επιθέσεις γίνονται σε πολυσύχναστα σημεία, σε δρόμους και πλατείες, ακόμα και σε σχολεία. Οι δράστες είναι κι αυτοί νεαρής ηλικίας, οι περισσότεροι 20-30 ετών, που πουλάνε νταηλίκι. Ορισμένες φορές φορούν μαύρες μπλούζες κι έχουν ξυρισμένα κεφάλια. ("Σε έξαρση η ομοφοβική βία", εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 30 Σεπτεμβρίου 2014)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία