ζοριλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζοριλίκι | τα | ζοριλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζοριλίκι | τα | ζοριλίκια |
κλητική | ζοριλίκι | ζοριλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζοριλίκι ουδέτερο
- η εκφοβιστική συμπεριφορά που περιέχει στοιχεία βίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζόρι