παλικαρισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλικαρισμός αρσενικό
- προσποίηση θάρρους λόγω έπαρσης ή κοινωνικού οφέλους και αποδοχής
- υποστήριζε το brexit με εθνικιστικό παλικαρισμό
- άκαιρη, ανόητη επίδειξη παλικαριάς, θάρρους
- ως στρατιώτης θα πειθαρχείς, ο παλικαρισμός κοστίζει ζωές