Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλικαρισμός οι παλικαρισμοί
      γενική του παλικαρισμού των παλικαρισμών
    αιτιατική τον παλικαρισμό τους παλικαρισμούς
     κλητική παλικαρισμέ παλικαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλικαρισμός < παλικάρι + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλικαρισμός αρσενικό

  1. προσποίηση θάρρους λόγω έπαρσης ή κοινωνικού οφέλους και αποδοχής
    • υποστήριζε το brexit με εθνικιστικό παλικαρισμό
  2. άκαιρη, ανόητη επίδειξη παλικαριάς, θάρρους
    • ως στρατιώτης θα πειθαρχείς, ο παλικαρισμός κοστίζει ζωές


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία