παλικάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλικάρι < μεσαιωνική ελληνική παλικάρι(ν) / παλλικάριον / παλληκάριν / παλληκάριον < ελληνιστική κοινή παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ < αρχαία ελληνική πάλλαξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλικάρι ουδέτερο
- ο έφηβος ή ο νεαρός άνδρας
- ο όμορφος και σφριγηλός άνδρας
- ο γενναίος, αυτός που αντιμετωπίζει τους κινδύνους και τις αντιξοότητες με θάρρος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- παλικαριά
- παλικαριάτικος
- παλικαροσύνη
- παλικαρισμός
- παλικαρίσια
- παλικαρίσιος
- παλικαρίστικα
- παλικαρίστικος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παλικάρι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλικάρι < ελληνιστική κοινή παλληκάριον, υποκοριστικό του πάλληξ < αρχαία ελληνική πάλλαξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλικάρι ουδέτερο
- παλικάρι
- Ἐγώ 'καμνα τὰς μηχανὰς σὰν ἕνα παλικάρι, / καὶ δὲ μ' ἐστείλετε ἐσεῖς 'ς Δάρειον 'ποκρισάρη; (Διήγησις τοῦ Ἀλεξάνδρου, Recensio poetica (recensio R), 1529, εκδ. David Holton, Θεσσαλονίκη 1974)