Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτοπαλίκαρο τα πρωτοπαλίκαρα
      γενική του πρωτοπαλίκαρου των πρωτοπαλίκαρων
    αιτιατική το πρωτοπαλίκαρο τα πρωτοπαλίκαρα
     κλητική πρωτοπαλίκαρο πρωτοπαλίκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοπαλίκαρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαλίκαρον < πρωτο- + παλικάρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοπαλίκαρο ουδέτερο

  1. (ιστορία) (επί Τουρκοκρατίας) υπαρχηγός σε ομάδα άτακτων πολεμιστών
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) άτομο με εξέχοντα ρόλο σε ομάδα, σε συμμορία ή σε επαγγελματικό χώρο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία