πρωτοπαλίκαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοπαλίκαρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαλίκαρον < πρωτο- + παλικάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοπαλίκαρο ουδέτερο
- (ιστορία) (επί Τουρκοκρατίας) υπαρχηγός σε ομάδα άτακτων πολεμιστών
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) άτομο με εξέχοντα ρόλο σε ομάδα, σε συμμορία ή σε επαγγελματικό χώρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοπαλίκαρο
|
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοπαλίκαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοπαλλήκαρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πρωτοπαλίκαρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)