πρωτοπαλίκαρο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτοπαλίκαρο < μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαλίκαρον< πρώτος + παλικάρι
Ουσιαστικό Επεξεργασία
πρωτοπαλίκαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις Επεξεργασία
πρωτοπαλίκαρο
|
πρωτοπαλίκαρο ουδέτερο
|