εξέχων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξέχων < αρχαία μετοχή ενεστώτα του ρήματος εξέχω
ΜετοχήΕπεξεργασία
εξέχων, -ουσα, -ον
- που εξέχει, ξεχωρίζει, προεξέχει
- ο σημαντικός, ο ξεχωριστός, ο διακεκριμένος
- Εχει εξέχουσα θέση στην ιεραρχία