prominent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | prominent |
συγκριτικός | more prominent |
υπερθετικός | most prominent |
Επίθετο
επεξεργασία
prominent (en)
- διαπρεπής, διακεκριμένος, εξέχων, σημαντικό ή πολύ γνωστό
- περίβλεπτος, περίοπτος, που φαίνεται εύκολα
- ⮡ a prominent landmark - περίβλεπτο ορόσημο
- ⮡ a prominent building - περίοπτο κτίσμα
- προεξέχων, που προεξέχει
- ⮡ prominent cheekbones - προεξέχοντα μήλα προσώπου