περίβλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίβλεπτος < αρχαία ελληνική περίβλεπτος[1] < περιβλέπω < περί + βλέπω
Επίθετο
επεξεργασίαπερίβλεπτος, -η, -ο
- ο ορατός σε όλο τον ορίζοντα ή σε 360 μοίρες
- ↪ περίβλεπτος φανός
- (γλυπτική) ο τρισδιάστατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Περίβλεπτο (τοπωνύμιο)
- → δείτε τις λέξεις περιβλέπω και βλέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ περίβλεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- περίβλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας