↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίβλεπτος η περίβλεπτη το περίβλεπτο
      γενική του περίβλεπτου της περίβλεπτης του περίβλεπτου
    αιτιατική τον περίβλεπτο την περίβλεπτη το περίβλεπτο
     κλητική περίβλεπτε περίβλεπτη περίβλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίβλεπτοι οι περίβλεπτες τα περίβλεπτα
      γενική των περίβλεπτων των περίβλεπτων των περίβλεπτων
    αιτιατική τους περίβλεπτους τις περίβλεπτες τα περίβλεπτα
     κλητική περίβλεπτοι περίβλεπτες περίβλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίβλεπτος < αρχαία ελληνική περίβλεπτος[1] < περιβλέπω < περί + βλέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

περίβλεπτος, -η, -ο

  1. ο ορατός σε όλο τον ορίζοντα ή σε 360 μοίρες
    περίβλεπτος φανός
  2. (γλυπτική) ο τρισδιάστατος
     αντώνυμα: ο ανάγλυφος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περίβλεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.