περίβλεπτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
περίβλεπτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του περίβλεπτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του περίβλεπτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περίβλεπτος
περίβλεπτων