περιβλέπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιβλέπω < αρχαία ελληνική περιβλέπω < περί + βλέπω
Ρήμα επεξεργασία
περιβλέπω
Συγγενικά επεξεργασία
- περίβλεπτος / περίβλεφτος
- Περίβλεπτος
- περιβλέπτως
- περιβλεφτικός
- → δείτε τις λέξεις περί και βλέπω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιβλέπω