↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίβλεφτος η περίβλεφτη το περίβλεφτο
      γενική του περίβλεφτου της περίβλεφτης του περίβλεφτου
    αιτιατική τον περίβλεφτο την περίβλεφτη το περίβλεφτο
     κλητική περίβλεφτε περίβλεφτη περίβλεφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίβλεφτοι οι περίβλεφτες τα περίβλεφτα
      γενική των περίβλεφτων των περίβλεφτων των περίβλεφτων
    αιτιατική τους περίβλεφτους τις περίβλεφτες τα περίβλεφτα
     κλητική περίβλεφτοι περίβλεφτες περίβλεφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίβλεφτος < αρχαία ελληνική περίβλεπτος[1] < περιβλέπω < περί + βλέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

περίβλεφτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • περίβλεφτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. περίβλεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.