Περίβλεπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Περίβλεπτος | ||
γενική | της | Περιβλέπτου | ||
αιτιατική | την | Περίβλεπτο | ||
κλητική | Περίβλεπτε (Περίβλεπτο) | |||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Περίβλεπτος < περίβλεπτος < αρχαία ελληνική περίβλεπτος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Περίβλεπτος θηλυκό
- ονομασία μονής στον Μυστρά
- ※ Το μοναστήρι της Περιβλέπτου βρίσκεται στη νοτιοανατολική άκρη του εξωτερικού τείχους. (www.ime.gr)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Περίβλεπτος