↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Περίβλεπτο τα Περίβλεπτα
      γενική του Περίβλεπτου των Περίβλεπτων
    αιτιατική το Περίβλεπτο τα Περίβλεπτα
     κλητική Περίβλεπτο Περίβλεπτα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Περίβλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περίβλεπτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈɾi.vle.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ρί‐βλε‐πτο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Περίβλεπτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία