Δείτε επίσης: μόνη, μονοί, μόνοι
Ι.Μ. Βατοπεδίου Αγίου Όρους.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονή οι μονές
      γενική της μονής των μονών
    αιτιατική τη μονή τις μονές
     κλητική μονή μονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονή θηλυκό

  • ένας σε αριθμό (θηλυκό του μονός)
    Αυξήσεις στη μονή και διπλή ταρίφα ζητούν τα ταξί
  • μοναστήρι

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη μένω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία