μονός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονός | η | μονή | το | μονό |
γενική | του | μονού | της | μονής | του | μονού |
αιτιατική | τον | μονό | τη | μονή | το | μονό |
κλητική | μονέ | μονή | μονό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονοί | οι | μονές | τα | μονά |
γενική | των | μονών | των | μονών | των | μονών |
αιτιατική | τους | μονούς | τις | μονές | τα | μονά |
κλητική | μονοί | μονές | μονά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονός < αρχαία ελληνική μόνος (μεταφορά του τονισμού κατά τα απλός, διπλός κλπ)
Επίθετο
επεξεργασίαμονός-ή-ό
- που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο ή μέλος ή κομμάτι
- (για ακέραιους αριθμούς) περιττός, που δεν διαιρείται με το δύο
- (συνεκδοχικά) αυτοκίνητο που ο αριθμός κυκλοφορίας του είναι μονός, που λήγει σε μονό ψηφίο
- (συνεκδοχικά) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης αυτοκινήτου που έχει μονό αριθμό κυκλοφορίας
- Το θηλυκό ως ουσιαστικό, η μονή, το μοναστήρι βλέπε λέξη.
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα θέλω μονά-ζυγά δικά μου