μονός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μονός < αρχαία ελληνική μόνος (μεταφορά του τονισμού κατά τα απλός, διπλός κλπ)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μονός-ή-ό
- που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο ή μέλος ή κομμάτι
- (για ακέραιους αριθμούς) περιττός, που δεν διαιρείται με το δύο
- (συνεκδοχικά) αυτοκίνητο που ο αριθμός κυκλοφορίας του είναι μονός, που λήγει σε μονό ψηφίο
- (συνεκδοχικά) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης αυτοκινήτου που έχει μονό αριθμό κυκλοφορίας
- Το θηλυκό ως ουσιαστικό, η μονή, το μοναστήρι βλέπε λέξη.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τα θέλω μονά-ζυγά δικά μου