simple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | simple |
συγκριτικός | simpler |
υπερθετικός | simplest |
Επίθετο
επεξεργασίαsimple (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
simple | simples |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsimple (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsimple (eo)