Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
simplicité simplicités

simplicité (fr) θηλυκό

  1. η απλότητα
  2. η ευήθεια
  3. η αγαθότητα
  4. η λιτότητα