simplet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | simplet | simplets |
θηλυκό | simplette | simplettes |
Επίθετο
επεξεργασίαsimplet (fr)
- απλοϊκός, υπερβολικά απλουστευμένος
- χαζούλης, αγαθιάρης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | simplet | simplets |
θηλυκό | simplette | simplettes |
simplet (fr)