χαζούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαζούλης < χαζ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
επεξεργασία
χαζούλης, -α, -ικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαζούλης