↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθιάρης η αγαθιάρα το αγαθιάρικο
      γενική του αγαθιάρη της αγαθιάρας του αγαθιάρικου
    αιτιατική τον αγαθιάρη την αγαθιάρα το αγαθιάρικο
     κλητική αγαθιάρη αγαθιάρα αγαθιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθιάρηδες οι αγαθιάρες τα αγαθιάρικα
      γενική των αγαθιάρηδων των αγαθιάρικων
    αιτιατική τους αγαθιάρηδες τις αγαθιάρες τα αγαθιάρικα
     κλητική αγαθιάρηδες αγαθιάρες αγαθιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθιάρης < αγαθ(ός) + -ιάρης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaˈθça.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θιά‐ρης

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαθιάρης, -α, -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαθιάρηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)