simplisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- simplisme < simpliste
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
simplisme | simplismes |
simplisme (fr) αρσενικό
- η απλοϊκότητα ενός συλλογισμού, η ελαφρότητα μιας σκέψης
ενικός | πληθυντικός |
simplisme | simplismes |
simplisme (fr) αρσενικό