Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

τριγύρω

  • προς ή σε όλες τις κατευθύνσεις
      μόλις έριξα το στάρι, μαζεύτηκαν από τριγύρω περιστέρια

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

τριγύρω άκλιτο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριγύρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο