Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολόγυρα < μεσαιωνική ελληνική ολόγυρα < ολόγυρος < ελληνιστική κοινή ὁλόγυρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈlo.ʝi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λό‐γυ‐ρα

  Επίρρημα επεξεργασία

ολόγυρα

  • γύρω, τριγύρω, σε μεγάλη έκταση, από όλες τις μεριές, παντού τριγύρω
    ※  Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. (Χρ. Χριστοβασίλης, "Διηγήματα της Ξενιτειάς")

  Μεταφράσεις επεξεργασία