ολόγυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολόγυρος | η | ολόγυρη | το | ολόγυρο |
γενική | του | ολόγυρου | της | ολόγυρης | του | ολόγυρου |
αιτιατική | τον | ολόγυρο | την | ολόγυρη | το | ολόγυρο |
κλητική | ολόγυρε | ολόγυρη | ολόγυρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολόγυροι | οι | ολόγυρες | τα | ολόγυρα |
γενική | των | ολόγυρων | των | ολόγυρων | των | ολόγυρων |
αιτιατική | τους | ολόγυρους | τις | ολόγυρες | τα | ολόγυρα |
κλητική | ολόγυροι | ολόγυρες | ολόγυρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολόγυρος < ελληνιστική κοινή ὁλόγυρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈlo.ʝi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λό‐γυ‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαολόγυρος