Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριγύρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τριγύρισμα
τα
τριγυρίσμα
τ
α
γενική
του
τριγυρίσμα
τ
ος
των
τριγυρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τριγύρισμα
τα
τριγυρίσμα
τ
α
κλητική
τριγύρισμα
τριγυρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριγύρισμα
<
μεσαιωνική ελληνική
τριγύρισμα
<
τριγυρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριγύρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τριγυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριγύρισμα
αγγλικά
:
roaming
(en)