roaming
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roaming | roamings |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαroaming (en)
- η περιπλάνηση, το τριγύρισμα, το γύρισμα
- ⮡ Roaming the streets doesn’t do any good for him.
- Δεν του κάνει καλό το γύρισμα στους δρόμους.
- ⮡ Roaming the streets doesn’t do any good for him.
- (τεχνολογία) περιαγωγή
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαroaming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του roam