ενεστώτας look around
γ΄ ενικό ενεστώτα looks around
αόριστος looked around
παθητική μετοχή looked around
ενεργητική μετοχή looking around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look around < → δείτε τις λέξεις look και around

look around (en)

  1. γυρίζω το κεφάλι μου
    ⮡  When I looked around, he had gone.
    Όταν γύρισα το κεφάλι, είχε φύγει.
  2. γυρίζω (σε), επισκέπτομαι ένα μέρος ή ένα κτίριο, περπατώντας μέσα από αυτό για να δω τι υπάρχει
    ⮡  In the morning, we looked around the shops.
    Το πρωί γυρίσαμε στα μαγαζιά.
    ⮡  I looked around all the stores for a hand-made rug but found nothing.
    Γύρισα όλα τα μαγαζιά για να βρω χειροποίητο χαλάκι αλλά τίποτα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία