bien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bien | biens |
bien (fr) αρσενικό
- το αγαθό
- l'incendie a détruit tous ses biens - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά
Επίρρημα
επεξεργασίαbien (fr)
- καλά
- Très bien. Bravo ! - Πολύ καλά. Μπράβο!
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- bien administré: ευνομούμενος
- bien sûr
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbien (es) αρσενικό
- το αγαθό
- el incendio ha destruido todos sus bienes - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά
Επίρρημα
επεξεργασίαbien (es)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbien (fy)
- το κόκαλο