Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bien biens

bien (fr) αρσενικό

  • το αγαθό
    l'incendie a détruit tous ses biens - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά

Επίρρημα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bien (es) αρσενικό

el incendio ha destruido todos sus bienes - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά

Επίρρημα

επεξεργασία

bien (es)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

bien (fy)