ευνομούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευνομούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνομούμενος, μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος εὐνομοῦμαι / εὐνομέομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ev.noˈmu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νο‐μού‐με‐νος
- παρώνυμο: ευνοούμενος
Μετοχή
επεξεργασίαευνομούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ευνομούμαι που κυβερνιέται με χρηστούς και δίκαιους νόμους
- ⮡ ευνομούμενη πολιτεία
- που διέπεται από καλή οργάνωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ευνομία
- → και δείτε τις λέξεις ευνομούμαι, ευ και νόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευνομούμενος
Πηγές
επεξεργασία- ευνομούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)