Δείτε επίσης: εὐνοούμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευνοούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοούμενος, μεσοπαθητική μετοχή ενεστώτα του εὐνοῶ (έχω καλή διάθεση) μεσοπαθητική φωνή: εὐνοοῦμαι (είμαι αγαπητός) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική favori ή από την ιταλική favorito[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ev.noˈu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐νο‐ού‐με‐νος
παρώνυμο: ευνομούμενος

  Μετοχή επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευνοούμενος η ευνοούμενη το ευνοούμενο
      γενική του ευνοούμενου της ευνοούμενης του ευνοούμενου
    αιτιατική τον ευνοούμενο την ευνοούμενη το ευνοούμενο
     κλητική ευνοούμενε ευνοούμενη ευνοούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευνοούμενοι οι ευνοούμενες τα ευνοούμενα
      γενική των ευνοούμενων των ευνοούμενων των ευνοούμενων
    αιτιατική τους ευνοούμενους τις ευνοούμενες τα ευνοούμενα
     κλητική ευνοούμενοι ευνοούμενες ευνοούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ευνοούμενος, -η, -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνοούμενος οι ευνοούμενοι
      γενική του ευνοούμενου
ευνοουμένου
των ευνοούμενων
ευνοουμένων
    αιτιατική τον ευνοούμενο τους ευνοούμενους
ευνοουμένους
     κλητική ευνοούμενε ευνοούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής ευνοούμενος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ευνοούμενος αρσενικό (θηλυκό ευνοουμένη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία