Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
favori favoris

favori (fr) αρσενικό

  1. το φαβορί
  2. (πληροφορική) ο σελιδοδείκτης

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία