faveur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
faveur | faveurs |
faveur (fr) θηλυκό
- η εύνοια
- elle a les faveurs du directeur - έχει την εύνοια του διευθυντή
- η χάρη
- fais-moi une faveur - κάνε μου μια χάρη
- ...