favorable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | favorable |
συγκριτικός | more favorable |
υπερθετικός | most favorable |
Επίθετο
επεξεργασίαfavorable (en) (αμερικανική γραφή)
- ευνοϊκός
- ↪ The climate is not favorable for investments.
- Το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό για επενδύσεις.
- ↪ The climate is not favorable for investments.
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
favorable | favorables |
favorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό