↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσφιλής η προσφιλής το προσφιλές
      γενική του προσφιλούς* της προσφιλούς του προσφιλούς
    αιτιατική τον προσφιλή την προσφιλή το προσφιλές
     κλητική προσφιλή(ς) προσφιλής προσφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσφιλείς οι προσφιλείς τα προσφιλή
      γενική των προσφιλών των προσφιλών των προσφιλών
    αιτιατική τους προσφιλείς τις προσφιλείς τα προσφιλή
     κλητική προσφιλείς προσφιλείς προσφιλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφιλής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφιλής < πρός προσ- + φιλέω / φιλῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.sfiˈlis/ & /pɾos.fiˈlis/ (προφορά όπως στη σύνθεση της λέξης)
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σφι‐λής
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐φι‐λής

  Επίθετο

επεξεργασία

προσφιλής, -ής, -ές

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φίλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προσφιλής τὸ προσφιλές
      γενική τοῦ/τῆς προσφιλοῦς τοῦ προσφιλοῦς
      δοτική τῷ/τῇ προσφιλεῖ τῷ προσφιλεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν προσφιλ τὸ προσφιλές
     κλητική ! προσφιλές προσφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προσφιλεῖς τὰ προσφιλ
      γενική τῶν προσφιλῶν τῶν προσφιλῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς προσφιλέσ(ν) τοῖς προσφιλέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσφιλεῖς τὰ προσφιλ
     κλητική ! προσφιλεῖς προσφιλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσφιλεῖ τὼ προσφιλεῖ
      γεν-δοτ τοῖν προσφιλοῖν τοῖν προσφιλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφιλής < πρός προσ- + φιλέω / φιλῶ + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

προσφιλής, -ής, -ές