προσφιλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσφιλής | η | προσφιλής | το | προσφιλές |
γενική | του | προσφιλούς* | της | προσφιλούς | του | προσφιλούς |
αιτιατική | τον | προσφιλή | την | προσφιλή | το | προσφιλές |
κλητική | προσφιλή(ς) | προσφιλής | προσφιλές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσφιλείς | οι | προσφιλείς | τα | προσφιλή |
γενική | των | προσφιλών | των | προσφιλών | των | προσφιλών |
αιτιατική | τους | προσφιλείς | τις | προσφιλείς | τα | προσφιλή |
κλητική | προσφιλείς | προσφιλείς | προσφιλή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσφιλής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφιλής < πρός προσ- + φιλέω / φιλῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.sfiˈlis/ & /pɾos.fiˈlis/ (προφορά όπως στη σύνθεση της λέξης)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σφι‐λής
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐φι‐λής
Επίθετο
επεξεργασίαπροσφιλής, -ής, -ές
- αγαπητός, ιδιαίτερα συμπαθής, ευχάριστος αλλά και ευμενής, φιλικά διακείμενος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φίλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροσφιλής, -ής, -ές
Πηγές
επεξεργασία- προσφιλής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσφιλής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.